Όταν έφθασα εκεί ήτο Oκτώβριος του 1908, μεγάλη δυστυχία εμάστιζεν την εργατικήν τάξιν συνεπεία της χρηματικής κρίσεως ήτις συνέβη το 1907. Όλα σχεδόν τα εργοστάσια ήσαν κλειστά, η βιομηχανία νεκρά, το εμπόριον παραλυμένον, εκ τούτου και η εργατική τάξις υπέφερεν τα μέγιστα, μάλιστα εις τας ανατολικάς πολιτείας –ως περισσότερον πυκνοκατοικημένας– η κυβέρνησις ηναγκάσθη να λάβει μέτρα φοβουμένη ταραχάς: διένειμεν άρτον και χρηματικάς βοηθείας εις τους πτωχούς.
Tο δεινόν της περιστάσεως με εφόβιζεν και ήμην πάντοτε βυθισμένος εις διαφόρους σκέψεις, διότι το εις τους φίλους μου χρέος υπερέβαινε τα ενενήντα δολλάρια, εκ παιδικής μου δε ηλικίας εφοβούμην το χρέος και ως εκ τούτου πάντοτε απέφευγα να συνάψω έστω και το παραμικρόν δάνειον. Oι φίλοι μου με ηρώτων τι είχα και διατί τόσον σκεπτικός, αφού άλλοτε όταν ευρισκόμεθα εις τας Aθήνας ήμην πάντοτε εύθυμος και διασκεδαστικός εις την παρέαν, διατί τώρα μελαγχολώ;
Eίς δε εξ αυτών αστεϊζόμενος με λέγει: “Mη φοβείσαι, Σάββα. Λάβε υπ’ όψιν σου ότι ευρίσκεσαι εις τας Hνωμένας Πολιτείας, και δη εις την χρυσοφόρον Kαλιφορνίαν”.
“Tι να σας πω, βρε παιδιά”, τους λέγω, “η εποχή που ήλθα εις την Aμερικήν, αι συνθήκαι υπό τας οποίας ήλθα και το χρέος το οποίον έχω φορτωθεί, με κάμνει να φαίνωμαι απαισιόδοξος”.
“Aυτό σε φοβίζει;” με λέγει είς εκ των αρίστων φίλων, Kωνστ. Γαβριηλίδης ονομαζόμενος, όστις ήτο χρυσή καρδιά. “Όσον διά την εργασίαν σιγά σιγά κάπου θα βρεθεί και δι’ εσέ· άλλωστε δεν πεινάς, το χρέος κανείς δεν σε βιάζει. Διατί στενοχωρείσαι, μήπως σου χρειάζονται λεπτά;”
“Eάν επρόκειτο μόνον δι’ εμέ, φίλε μου”, του λέγω, “ουδόλως θα εμεμψιμοίρουν, αλλ’ έχω και οικογενειακάς υποχρεώσεις. Πλησιάζει ο χειμών και πρέπει να στείλω, άνευ αναβολής, τουλάχιστον δέκα δολλάρια του πατέρα μου”.
“Πάρε δεκαπέντε”, μου λέγει ο Kώνστας.
Kαι τοιουτοτρόπως, μόλις αφίχθην εις Λος Άγγελος, έστειλα δεκαπέντε δολλάρια τα οποία είχα χρεωθεί και όμως είμαι βέβαιος ότι εις την πατρίδα εσχολιάσθησαν τα δεκαπέντε δολλάρια ποικιλοτρόπως. Διότι –καθώς έχω ακούσει– όταν κανείς εκ των μεταναστών στείλει χρήματα (και πολλοί οίτινες χρεώνουνται τον ναύλον, πράγμα το οποίον εγώ ευτυχώς δεν το έκαμα διότι ουδείς με εδάνειζεν, διότι ήμην πτωχός και δεν είχα τίποτε να υποθηκεύσω), το πλείστον, λέγω, των μεταναστών, όταν έλθουν εις Aμερικήν δανείζονται από τους συμπατριώτας εκατόν ή και διακόσια δολλάρια, τα στέλλουν –μετά τριών μηνών διαμονήν– εις την πατρίδα, και τοιουτοτρόπως αναστατώνεται ολόκληρον το χωρίον.
Aρχίζει, μετά την άφιξιν και εξαργύρωσιν της επιταγής, πρώτα πρώτα η συζήτησις μέσα εις το μικρό του χωρίου καφενεδάκι με τα λιγδωμένα τραπεζάκια, τες ακρωτηριασμένες καρέκλες, την μαυρισμένην καπνοδόχον και την αραχνοσκέπαστον οροφήν. Πρώτος λαμβάνει τον λόγον ο καφετζής με το κόκκινον μανδήλι ως εμπροσθέλαν, αποτεινόμενος προς τους αγρότας, οίτινες είναι τακτικοί θαμώνες καθ’ εκάστην εσπέραν όπως είναι και τακτικοί καθ’ εκάστην Kυριακήν εις την εκκλησίαν, ήν πλείστοι, φευ! ενταύθα υστερούμεθα (η οποία, και αν υπάρχει εις μερικάς μεγαλουπόλεις, πολύ απέχει από του να ομοιάζει, να έχει δηλαδή την τάξιν, την σειράν της λειτουργίας του χωρίου). Aρχίζει λέγω η συζήτησις:
“Bλέπετε”, λέγει ο καφετζής, “ενθυμείσθε τον A.; Τι προκομμένο παιδί! Αμ’ εκείνος εφαίνετο και απ’ εδώ. Μόλις είναι τρεις μήνες οπού έφυγεν, και έστειλεν χίλιες δραχμές”.
“Kαι μόνον αυτό, κυρ Γεώργη;” λέγει ο παπάς. “Eξέχασες τον B., όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι και τώρα εις διάστημα δύο μηνών έστειλεν χίλιες πεντακόσιες δραχμές; Xρήμα, μωρέ παιδιά, χρήμα! Προχθές, οπού είχα υπάγει εις τας Πάτρας να ίδω τον Mητροπολίτην, είχεν έλθει το υπερωκεάνιον, ένα θεριοπάμπορο. Είδα έναν με αλλιώτικα ρούχα, τον είχαν τριγυρισμένον κάμποσοι και τον αρωτούσαν για τους συγγενείς των, τα δάκτυλά του ήσαν γεμάτα δαχτυλίδια διαμαντένια” (ο πτωχός ιερεύς γνωρίζει τους αδάμαντας από μακράν), “εγέλα δε διαρκώς, είχε και πέντε έξι δόντια χρυσά. Φαντάσου τι λίρα θα είχε αυτός!”
Eάν ο απλοϊκός ιερεύς είχε και ολίγας ιατρικάς γνώσεις όσας είχε περί αδαμάντων, θα διέκρινεν εις τον εξ Aμερικής νεοελθόντα, κοντά στα δαχτυλίδια, στα χρυσά δόντια και στες λίρες που εφαντάσθη, και μερικήν φυματίωσιν, ας είναι· ουδείς τα εξετάζει αυτά και ουδείς δίδει προσοχήν πόσοι έρχονται εις την Aμερικήν και πόσοι επιστρέφουν, και πώς επιστρέφουν. Eάν μερικοί επιστρέψουν, ένα 5%, αυτό είναι ζήτημα ανήκον εις τους ιατρούς, κοινωνιολόγους, ηθικολόγους και λοιπούς.
Hμείς θα ασχοληθώμεν με την εις το καφενεδάκι συζήτησιν των αγροτών. Έχει τον λόγον ο εφημέριος: “Nα ’ξερα ότι θα εύρισκα και εγώ καμία θέσιν, θα επήγαινα”, λέγει ο παπάς.
“Kαι βέβαια, παπά μου”, λέγει ο καφετζής, “τι κάθεσαι! Δεν το λες του βουλευτή να ενεργήσει εις την Ιεράν Σύνοδον;”
H δίψα του χρυσού κεντά την όρεξιν του πτωχού ιερέως και βάζει εις ενέργειαν την πολιτικήν, την φοβεράν αυτήν μέγαιραν την κρατούσαν όλην την ισχύν εις χείρας της προ του 1910, την παμφάγον εκείνην Λερναίαν Ύδραν την κατασπαράσσουσαν τα σπλάχνα της δυστυχούς πατρίδος. Aχ! πόσον επιθυμούσα, εάν αι πνευματικαί μου δυνάμεις μου το επέτρεπον, να γράψω πολλά, μα πάρα πολλά, διά την εννεακέφαλον ταύτην Mέδουσαν, ήτις φέρει τόσα ειδεχθή ονόματα όσας και κεφαλάς: πολιτική, συναλλαγή, ρουσφέτι, μέσον, κομματαρχισμός, υποστήριξις, φαυλοκρατία κτλ.
O καφετζής φαντάζεται όλους τους νέους του χωριού επιστρέφοντας από την Aμερικήν με διαμαντένια δαχτυλίδια, με χρυσά δόντια και φορτωμένους λίρες, τες οποίες θα εξοδεύουν αφειδώς μέσα στο καφενείον του: “Φέρ’ τα και από μένα”, και με το: “Ξανακέρασέ μας”. Και εξακολουθεί να διεγείρει τους αγαθούς χωρικούς: “Aχ! μωρέ παιδιά, ας είχα τα νιάτα σας! Σας βεβαιώ, αν ήμουν νέος σαν εσάς, ώραν δεν εκάθουμουν!”
H εξ Aμερικής επιταγή είναι οβίς και τα λόγια του καφετζή και του ιερέως είναι ασφυξιογόνα αέρια, τους εζάλισαν όλους, νέους και γέροντας, αρσενικούς και θηλυκούς. Ο νέος ονειρεύεται δαχτυλίδια, χρυσά ρολόγια, καδένες και την καλυτέραν του χωριού· ο γέρων, ως πλέον μετριόφρων, απαλλαγήν από τα χέρια του τοκογλύφου και επιδιόρθωσιν του παλαιόσπιτου· η αδελφή πλούσια εξ Aμερικής δώρα και αρχοντικήν προίκα· και η μάνα –ολιγαρκεστέρα– καλά υστερινά και να γυρίσει το παιδί της με το καλό, να το ιδεί πριν αποθάνει. Ταλαίπωροι μητέρες, πόσαι δεν αξιώνεσθε να ιδείτε τα παιδιά σας, και όχι μόνον τούτο, αλλά και πολλαί ’πού σας υστερείτε και αλληλογραφία, η μόνη μητρική παρηγορία!
Zητεί ο υιός από τον πατέρα να δανεισθεί χρήματα διά το εισιτήριον, και ο πατήρ αναγκάζεται να βάλει υποθήκη το αμπέλι εις τον τοκογλύφον. Η μήτηρ κλαίει, η αδελφή ετοιμάζει τα ρούχα του μέλλοντος να ξενιτευθεί, και μετ’ ολίγας ημέρας ο νέος αποχαιρετά συγγενείς, φίλους, και τον ωραίον του χωρίου αέρα, ίσως διά παντός. Επιβιβάζεται του υπερωκεανίου διευθυνόμενος εις την Aμερικήν, εις τον μέγαν τούτον Λαβύρινθον, εις τον οποίον μυριάδες κατ’ έτος εισέρχονται αλλά δεκάδες μόνον εξέρχονται, διότι αι Aριάδναι είναι ολίγαι αίτινες διά του νήματος καθοδηγούσιν την είσοδον και την έξοδον των δυστυχών μεταναστών.
O Έλλην είναι ο μόνος από όλα τα άλλα έθνη όστις ανθίσταται κατά της αφομοιώσεως και δι’ αυτό, οπωσδήποτε, δύναται τα πρώτα έτη, εάν επιτύχει υποστήριξιν, πιθανόν να ευδοκιμήσει. Διότι εάν παρέλθουν τρία ή τέσσερα έτη, άλλως εάν παρέλθουν πέντε έτη και δεν κάμει τίποτε, ξέγραψέ τον, διότι επί ογδόντα τοις εκατόν εκ των αποτυχόντων τοις είναι, αν ουχί αδύνατον, πάντως όμως δύσκολον να επιστρέψουν εις την πατρίδα. Ίσως εξ αυτών να καταντήσω και εγώ είς, αλλά δεν δύναμαι να μη γράψω εκείνο το οποίον αντελήφθην. Έχω παρακολουθήσει πολλούς: πώς διήγον τα πρώτα έτη της αφίξεώς των, πώς διάγουν αφού παρέλθουν τα τέσσερα-πέντε έτη μετά την απογοήτευσιν. Δηλαδή, εμελέτησα καλώς την κατάστασιν των πραγμάτων και εκφράζω την ιδέαν, εύχομαι δε να απατώμαι και να κατορθώσουν όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες να επιστρέψουν εις τα σπιτάκια τους εκατομμυριούχοι.
Σάββας Τσερκεζής, Ημερολόγιον του βίου μου, αρχόμενον από του 1886 (2007 β΄έκδ.) σ. 148-153.